– Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιὰ τὸν Βασιλέα ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε, σὰν ὄνειρο νὰ ποῦμε,σὰν παραμύθι τάχα;
– Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,Πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶν, κι ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι σὰν νἄταν χθὲς μονάχα.
– Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ γιαγιάκα νὰ ξυπνήση;
– Ὤ, βέβαια! Καιροὺς καιρούς,σηκώνει τὸ κεφάλι,καὶ βλεπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή,
πὄχει ὁ Θεὸς ὁρίσει.
– Πότε, γιαγιά μου, πότε;
– Ὅταν τρανέψῃς, γιόκα μου,νὰ ἀρματωθῇς, καὶ κάμῃς,τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά,
σὺ κι ὅλη ἡ νεολαία,θὰ σώσετε τὴν χώρα.
Κι ὁ Βασιλιὰς θὰ σηκωθεῖ τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα-χτύπα, θὰ τὸν πά πίσω στὴν Κόκκινη Μηλιά,καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!