Λὲς καὶ ἦταν ὄνομα καὶ πράμα ὁ Ἄγγελος. Λεπτοκαμωμένος, μὲ ὁλοκάθαρα μάτια καὶ φωτεινὸ μέτωπο. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ μονάκριβη ἀδελφή του, ἡ Ἐλπίδα, μικρότερή του κατὰ δύο χρόνια. Δὲν τοὺς εἶχε μολύνει ὁ κόσμος. Πρόσεχαν στὴ ζωή τους, εἶχαν τὸν ἴδιο Πνευματικό, κοινωνοῦσαν τακτικὰ καὶ ἀφοσιώνονταν στὶς σπουδές τους: ὁ Ἄγγελος στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ καὶ ἡ Ἐλπίδα στὴ Φιλοσοφική.
Κανεὶς ὅμως δὲν γνώριζε τὸ δράμα ποὺ ἔζησαν καὶ ζοῦσαν στὸ σπίτι τους.
Εἶχαν ἔλθει ἀπὸ μακρινὴ ἐπαρχία στὴν Ἀθήνα καὶ ἀπέφευγαν διακριτικὰ πολλὲς γνωριμίες καὶ σχέσεις μὲ γείτονες καὶ ἄλλους.
Ἡ μητέρα τους ἔφευγε νωρὶς κάθε πρωί, καθάριζε σκάλες σὲ τέσσερις πολυκατοικίες καὶ γύριζε κατάκοπη στὸ σπίτι τὸ ἀπόγευμα.
Τὸ μεσημεριανό τους φαγητὸ τὸ ἑτοίμαζε ἀποβραδίς.
Παρόλο ποὺ μποροῦσαν νὰ φᾶνε στὴ Λέσχη τοῦ Πανεπιστημίου, ἤθελε νὰ τρῶνε ἀπὸ τὸ φαγητό της καὶ δὲν τῆς χαλοῦσαν τὸ χατίρι. Τὸ βράδυ στὸ τραπέζι ἡ μάνα τους, παρὰ τὴν κούρασή της, ἤθελε νὰ μαθαίνει τὰ νέα τους καὶ χαιρόταν βλέποντας καὶ ἀκούγοντας τὰ βλαστάρια της.
Αὐτὴ ἡ ὡραία ἀτμόσφαιρα τοῦ βραδινοῦ τραπεζιοῦ ποὺ ἔκλεινε κάθε μέρα μὲ προσευχή, τοὺς βοηθοῦσε νὰ ξεχνοῦν γιὰ λίγο ὅλοι τους τὸν βαθὺ πόνο τῆς καρδιᾶς τους, ποὺ ἐδῶ καὶ ἑπτὰ χρόνια τοὺς χτύπησε ἀπρόσμενα.
Πόνος σκληρός. Πόνος ποὺ προκάλεσε ὁ μισάνθρωπος Σατανᾶς. Στὰ καλὰ καθούμενα ὁ πατέρας τῆς οἰκογένειας ἐγκατέλειψε τὴ γυναίκα του καὶ τὰ δυό τους ἀγγελούδια καὶ χάθηκε στὸ ἄγνωστο. Ἔμπλεξε μὲ κάποια πονηρὴ γυναίκα ἀντροχωρίστρα καὶ ἔφυγε μαζί της, σκλάβος τῆς ἁμαρτίας, σὲ ἄλλη χώρα.